ζήτωρ

ζήτωρ
ζήτωρ, ορος, ,
A = ζητητής, Hsch., Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …   Dictionary of Greek

  • ζητόρων — ζήτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητήτωρ — και ζήτωρ, ὁ (Α) [ζητώ] ο ζητητής* …   Dictionary of Greek

  • ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”